κόνδιτο

κόνδιτο
το
βλ. κόντιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόντιτο — και κόνδιτο, το καρπός σακχαρόπηκτος, φρουί γλασέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditum, ουσιαστικοποιημένο σουπίνο τού ρ. condio «διατηρώ σε ξίδι ή κρασί, φτιάχνω τουρσί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”